- κειμηλιώ
- κειμηλιῶ, -όω (ΑΜ) [κειμήλιον]θέτω κατά μέρος, αποταμιεύω, αποθηκεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κειμηλίῳ — κειμήλιον anything stored up as valuable neut dat sg κειμήλιος treasured up masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κειμηλίωσις — κειμηλίωσις, ἡ (Α) [κειμηλιώ] η φύλαξη και αποταμίευση των κειμηλίων … Dictionary of Greek